δυάρα

δυάρα
η
1. παλιότερο χάλκινο δίλεπτο νόμισμα.
2. στον πληθ., δυάρες η περίπτωση στο τάβλι που τα δύο ζάρια φέρνουν τον αριθμό δύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυάρα — και διάρα, η και δυάρι [δύο] 1. παλαιότερο χάλκινο νόμισμα τού ελληνικού κράτους αξίας δύο λεπτών 2. (στη χαρτοπαιξία) χαρτί τής τράπουλας με τον αριθμό δύο 3. στον πληθ. δυάρες στα ζάρια όταν στο ρίξιμο πέσει και στα δύο ο αριθμός δύο 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • δίλεπτος — και δίλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία δύο λεπτών 2. το ουδ. ως ουσ. το δίλεπτο και δίλεφτο παλιό χάλκινο νόμισμα αξίας δύο λεπτών, δυάρα 3. φρ. «δεν δίνω δίλεπτο» αδιαφορώ τελείως …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • τεσσάρα — η, Ν 1. σύνολο από τέσσερεις όμοιες μονάδες, τετράδα 2. μτφ. (στον στρατό ή στο σχολείο) τιμωρία τεσσάρων ημερών («πήρε μια τεσσάρα γιατί τσακώθηκε») 3. στον πληθ. οι τεσσάρες (στο τάβλι) η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν από τέσσερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”